- δικόν
- δικεῖνthrowaor part act masc voc sgδικεῖνthrowaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίκον — δικεῖν throw aor ind act 3rd pl (homeric ionic) δικεῖν throw aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRIVATATIUS — apud Scylitzem p. 705. ubi mentio est, τοῦ πρώτου τοῦ πριβαταρίων aedis S. Demetrii Thessalonicensis: Gazophylacii Praeses est Goaro, quod Comites rerum privatarum dicerentur, qui privati Principis patrimonii curam haberent. Certe Privatum,… … Hofmann J. Lexicon universale
δικαιοδοσία — Η εξουσία του δικαστηρίου για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς.Εκούσια δ. ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία η δικαστική δ. κρίνει υποθέσεις χωρίς αντιδικία. * * * η (AM δικαιοδοσία) [δικαιοδότης] νεοελλ. 1. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα 2 … Dictionary of Greek
ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη … Dictionary of Greek